Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια ισχυρή τάση και έμφαση των επιστημών της μάθησης στις ηλικίες 2-6 ετών, τις οποίες θεωρούν πιο σημαντικές όσον αφορά τη δύναμη της ανθρώπινης ανάπτυξης σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη φάση της ζωής.
Στις αρχές του αιώνα η έρευνα του Φρόιντ και άλλων ψυχαναλυτών, απέδειξε ότι η συναισθηματική ζωή του μικρού παιδιού τις περισσότερες φορές επηρεάζει κατά πολύ τα συναισθήματα και τη συμπεριφορά του ενήλικου ατόμου. Σήμερα, σε ανάλογα συμπεράσματα καταλήγουν οι επιστήμονες της γνωστικής ψυχολογίας για τους συλλογισμούς και τις πρώτες αντιλήψεις για τον κόσμο που σχηματίζει το άτομο ως παιδί.
Τα παιδιά πριν πάνε σχολείο έχουν ήδη διαμορφώσει μια αυτοδύναμη αίσθηση για τον κόσμο των φυσικών αντικειμένων, έχουν διαμορφώσει μια θεωρία για την ύλη και για τη νόηση. Ο τρόπος με τον οποίο λαμβάνονται υπόψη αυτές οι φυσικές προδιαθέσεις μάθησης και καλλιεργείται η επιστημονική σκέψη στο σχολείο κατά τα πρώτα σχολικά χρόνια, ελάχιστα προσανατολίζει το παιδί προς μια συνδυαστική κατεύθυνση.
Σε όλο τον δυτικό κόσμο οι μαθητές μελετούν διαφορετικές πηγές γνώσεων όπως μαθηματικά, ιστορία, βιολογία, φυσικές επιστήμες κ.α. Μετά το πέρας των μαθημάτων, στην καλύτερη των περιπτώσεων, γνωρίζουν πράγματα που δεν γνώριζαν πριν. Ωστόσο, αυτά που γνωρίζουν είναι μόνο γεγονότα και αργά ή γρήγορα αυτές οι γνώσεις εξαφανίζονται. Όταν η γνώση στηρίζεται στην απομνημόνευση, πολύ λίγα μένουν.
Γιατί γίνεται όμως αυτό; Ένα κύμα νέων ερευνών δίνει μια παράξενη για τον παραδοσιακό τρόπο σκέψης εξήγηση. Σε αυτές τις μελέτες καταγράφεται ότι ακόμη και οι μαθητές που απομνημονεύουν εύκολα και έχουν καταρτιστεί σωστά, εμφανίζοντας επιτυχίες στο σχολικό και ακαδημαϊκό πλαίσιο, δεν δείχνουν να έχουν κατανοήσει επαρκώς τις πληροφορίες και τις έννοιες που επεξεργάζονταν.
Πιο συγκεκριμένα, ερευνητές στο Πανεπιστήμιο ΜΙΤ και σε άλλα αξιόλογα Πανεπιστήμια έχουν στοιχεία που φανερώνουν ότι μαθητές με τιμητικές διακρίσεις σε προπτυχιακά μαθήματα φυσικών επιστημών, πολλές φορές δεν μπορούν να λύσουν στοιχειώδη προβλήματα και να απαντήσουν σε ερωτήματα όταν αυτά τίθενται σε διαφορετική μορφή ελαφρώς από αυτήν που έχουν διδαχθεί. Το 70% των φοιτητών απάντησε με διαισθητικό τρόπο, παρόλο που είχαν διδαχθεί κάποιο μάθημα μηχανικής.
Από την άλλη είναι γνωστά τα πειράματα που έχουν να κάνουν με τη δημιουργικότητα των παιδιών, η οποία καταστέλλεται κατά την πορεία των σχολικών χρόνων. Συγκεκριμένα, στην ηλικία των 5 ετών το 98% των παιδιών χαρακτηρίστηκε βάσει τεστ ως εξαιρετικά δημιουργικός/-ή. Στην ηλικία των 10 ετών ο αριθμός των παιδιών που επιτύγχανε το ίδιο αποτέλεσμα έπεφτε στο 30%, στην ηλικία των 15 το ποσοστά σταθερά προς τα κάτω στο 12%, ενώ για τους ενήλικες τα πράγματα ακόμη πιο απογοητευτικά το ποσοστό που διατήρησε τελικά τη δημιουργικότητα του, ανέρχεται μόλις στο 2%.
Η λύση, στο τι πρέπει να κρατήσουμε από τις έμφυτες μαθησιακές προδιαθέσεις του είδους μας και τι θα πρέπει να τροποποιήσουμε και να αναπλάσουμε, βρίσκεται στα πρώτα χρόνια και συγκεκριμένα στους πρώιμους συλλογισμούς του παιδιού, οι οποίοι θα πρέπει να ελεγχθούν και να αξιοποιηθούν.
Στόχος ενός σύγχρονου μαθησιακού προγράμματος προσχολικής και πρωτοσχολικής εκπαίδευσης θα πρέπει να είναι η γνώση τόσο των δυνατοτήτων, όσο και των παρανοήσεων και στερεοτύπων που δημιουργούνται νωρίς και από ότι φαίνεται καταστέλλουν την ουσιαστική κατανόηση και τη βαθύτερη μάθηση.
Γιώργος Λούκας
Ειδικός Σύμβουλος Μάθησης